- ἀμαρτύρων
- ἀμάρτυροςwithout witnessmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας … Dictionary of Greek
μυλιστικός — ή, ό εφοδιασμένος με μυλόπετρα ή αυτός που δουλεύει με μυλόπετρα («μυλιστικές μηχανές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + κατάλ. ιστικός μέσω αμάρτυρων *μυλίζω * μυλιστός] … Dictionary of Greek
παρόμφημα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «παρωνυμίασμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀμφή (Ι) «φωνή, θεϊκό μήνυμα» + κατάλ. ημα (πιθ. μέσω αμάρτυρων ὀμφῶ / παρομφῶ)] … Dictionary of Greek
σπολάδα — η / σπολάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. είδος θώρακα από χοντρό λινό ή λεπτό δέρμα για αυτούς που ασκούνται στην ξιφασκία αρχ. δερμάτινο ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα άς, άδος (πρβλ. δορκ άς), πιθ. μέσω αμάρτυρων *σπόλος … Dictionary of Greek
τελωνίσιμος — η, ο / τελωνίσιμος, ον, ΝΑ ο υποκείμενος σε τελωνειακό δασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. ιμος, πιθ. μέσω αμάρτυρων αρχ. *τελωνίζω / τελώνισις] … Dictionary of Greek
τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… … Dictionary of Greek
υληρεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὑλωρός σχηματισμένος < ὕλη + κατάλ. εύς, πιθ. μέσω τών αμάρτυρων επιθ. *ὑλήρης ή *ὑληρός] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
ψεδνός — ή, όν, Α 1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) φαλακρός 3. (για γη) γυμνός, άδενδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα δνός (πρβλ. γοε δνός, κε δνός, μακε δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη… … Dictionary of Greek